κρηναῖος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηναῖον — κρηναῖος of masc acc sg κρηναῖος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηναῖα — κρηναῖος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηναῖαι — κρηναῖος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηναίας — κρηναί̱ᾱς , κρηναῖος of fem acc pl κρηναί̱ᾱς , κρηναῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηναίων — κρηναί̱ων , κρηναῖος of fem gen pl κρηναί̱ων , κρηναῖος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek
κρηνήιος — κρηνήϊος, ον (Α) κρηναίος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. ήϊος (πρβλ. ποταμ ήιος, ποιμν ήιος)] … Dictionary of Greek
κρηνιάς — κρηνιάς, άδος (Α) βλ. κρηναίος … Dictionary of Greek
κρηναίαις — κρηναί̱αις , κρηναῖος of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)